- ἔριγμα
- ἔριγμα, ατος, τό, (ἐρείκω)A bruised beans,
φακῶν ἢ ἐρεβίνθων Hp. Coac.621
(pl.):—also [full] ἐρίγμη, ἡ, Sch.Ar.Ra.508.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φακῶν ἢ ἐρεβίνθων Hp. Coac.621
(pl.):—also [full] ἐρίγμη, ἡ, Sch.Ar.Ra.508.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έριγμα — ἔριγμα, τὸ (Α) τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια βλ. έρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] … Dictionary of Greek
ἐρίγμασι — ἔριγμα bruised beans neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγματα — ἔριγμα bruised beans neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγματι — ἔριγμα bruised beans neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρεγμα — ἔρεγμα και ἔριγμα, τὸ (Α) τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , *έρειγμα)] … Dictionary of Greek
ερίγμη — ἐρίγμη, ἡ (Α) βλ. έρεγμα και έριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. (αντί ει ) είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] … Dictionary of Greek